Στις 4 Φεβρουαρίου 2021, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δήλωσε οτι η πανδημία είναι «καταστροφική για τους καρκινοπαθείς στην Ευρώπη», προειδοποιώντας για την εκτόξευση της μη έγκαιρης διάγνωσης διάφορων μορφών καρκίνου.

Στην Ελλάδα πάλι, για την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καρκίνου (4/2) δεν προκύπτει κάποια –έστω εθιμοτυπική – γραπτή δήλωση του αρμόδιου Υπουργού Υγείας, ενώ το επικαιροποιημένο ΕΕ σχέδιο (ήδη διαθέσιμο και στα ελληνικά απο την ίδια την Επιτροπή) ακόμα αναζητείται στις επίσημες σελίδες του υπουργείου ή και του αρμόδιου υπουργού, πόσο μάλλον η υλοποίηση του.

Το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμιά εθνική στρατηγική για την αντιμετώπιση του καρκίνου – πολλώ δε μάλλον επικαιροποιημένη – σύμφωνα και με τις επιταγές της ΕΕ και τις δεσμεύσεις των αρμόδιων εθνικών αρχών έναντι των ευρωπαϊκών τους οργάνων, έχει ήδη καταγγελθεί απο τους πλέον αρμόδιους. Κανένα πλάνο, πριν κατά την διάρκεια ή και για μετά την πανδημία.

Είναι προφανές ότι για το ελληνικό Υπουργείο Υγείας και για τον ίδιο τον υπουργό (ιατρό στο επάγγελμα) ο καρκίνος δεν υφίσταται, όχι ως ασθένεια ούτε καν ως λέξη. Και κάπως έτσι ως δια μαγείας, θεραπευτήκαμε.

Ο ογκολογικός ασθενής σε δυο πράξεις

Ενδεικτικό της απαξίωσης που βιώνουν διαχρονικά οι ογκολογικοί ασθενείς στην Ελλάδα με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την δημόσια υγεία, είναι οτι ακόμα –έστω- και στις επετειακές δηλώσεις – αντιμετωπίζονται ως δυο (ενίοτε χρονικά ασύνδετες) οντότητες.

Αρχικά ως «μαχητές» και τελικά – ή ιδανικά, αν τα καταφέρουν – ως «επιζήσαντες». Το ενδιάμεσο διάστημα, αποτελεί για τους ίδιους τους ασθενείς μια ελεύθερη πτώση στο κενό. Για το αν δηλαδή υπάρχει ή για το πως θα διασφαλιστεί η έγκαιρη διάγνωση, η απρόσκοπτη και ισότιμη πρόσβαση τους στις δημόσιες δομές υγείας, δεν γίνεται σχεδόν ποτέ συζήτηση.

Οι περισσότερες δε –έστω επετειακές- δηλώσεις, θέτουν με μια σχεδόν «θρησκευτική ευλάβεια» και διάθεση «πατρικής νουθεσίας» τόσο απο τις αρμόδιες εθνικές αρχές, όσο και απο διάφορους φορείς, στο κέντρο των ευθυνών (ακόμα και της έγκαιρης διάγνωσης) τον ίδιο τον ογκολογικό ασθενή.

Ατομική η ευθύνη της έγκαιρης διάγνωσης. Ατομική η ευθύνη της απρόσκοπτης πρόσβασης. Ατομική η ευθύνη της προσπάθειας θεραπείας και ίασης, της επαγγελματικής και κοινωνικής επανένταξης και του αποστιγματισμού.

Δικός μας ο πόνος, δική μας και η ευθύνη. Το Υπουργείο Υγείας και λοιποί φορείς, τοποθετούνται πιθανώς –εθιμοτυπικά και επετειακά- μπροστά απο το Ιερό Τοτέμ του Μέγα Επιζήσαντα, χτυπώντας παλαμάκια, σε τρίτο χρόνο. Με αναφορές για το πόσο δυνατοί μπορεί και να έχουμε υπάρξει, πόσο καλύτεροι άνθρωποι μπορεί και να γίναμε λόγω του καρκίνου, προς «γνώσιν και συμμόρφωσιν» και των υπολοίπων. Υγιών και εν δυνάμει ασθενών πολιτών. Και αυτό το –συνήθως ετήσιο- μνημόσυνο, «βαπτίζεται» δημόσια υγεία και εθνική στρατηγική.

Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, εν έτει 2021 ο καρκίνος είναι ακόμα μια «ντουλάπα» απο την οποία καλό θα ήταν να μη βγεις ποτέ, γιατί χαλάς το αφήγημα και την αισθητική των αν-αρμόδιων, αλλά και του υπόλοιπου εν δυνάμει «υγιούς» πληθυσμού της χώρας. Έτσι λοιπόν, αν είσαι «τυχερός» και επιβιώσεις, είχες – ακόμα και σήμερα – την «κακιά αρρώστια» και αν είσαι «άτυχος» ( και αποβιώσεις, έφυγες – ακόμα και σήμερα – απο την «επάρατο νόσο μετά απο άνιση μάχη». Άνιση δεν είναι πάντα η μάχη που καλείσαι να δώσεις, αλλά τα εκ προοιμίου ανεπαρκή μέσα που διαθέτεις, για να μπορέσεις –έστω- να «παλέψεις».

Έτσι λοιπόν, δεν νομιμοποιείσαι να έχεις άποψη γι’αυτό που εσυ και οι γιατροί σου γνωρίζεις καλύτερα απο τον οποιονδήποτε. Αν μιλήσεις, στιγματίζεσαι ως «καρκινοπαθής». Αν σωπάσεις, στιγματίζεις όλους εκείνους, οι οποίοι πιθανώς και να αγνοούν οτι υπάρχουν πολλά περισσότερα τέρατα τα οποία καλείσαι να αντιμετωπίσεις ως ογκολογικός ασθενής, πέραν του ίδιου του όγκου: η έλλειψη διαθέσιμων έγκαιρων ραντεβού, η έλλειψη προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία, οι καθημερινές πράξεις αυτοθυσίας και προσφοράς του υγειονομικού προσωπικού, ακόμα και για την κάλυψη βασικών αναγκών των άπορων ασθενών κατά τη νοσηλεία για την διαφύλαξη της αξιοπρέπειας τους κ.ο.κ.

Δεν φταίει λοιπόν η έλλειψη πολιτικής, φταίει το «κισμέτ» των καρκινοπαθών, το δικό μας κακό «καντήλι».

Εθνική Στρατηγική για την αντιμετώπιση του καρκίνου

Ως ογκολογικοί ασθενείς, το μήνυμα για το τί μας επιφυλάσσεται, παρελήφθη εκ νέου –εξαιρετικά επικαιροποιημένο (σε αντίθεση με το ΕΕ Σχέδιο) - και με την απόλυση του ακτινολόγου Κώστα Καταραχιά απο το μεγαλύτερο ογκολογικό νοσοκομείο της χώρας, ωσάν φρεσκοαλεσμένη φρουτόκρεμα:

απο την νηπιαγωγό διοικήτρια του «Αγίου Σάββα»

τον πρώην αστυνομικό νυν διοικητή της αρμόδιας Υ.Π.Ε (γιατί – ως γνωστόν – η άσκηση καταστολής και ο συντονισμός (πιθανώς) διμοιριών και η εφαρμογή της δημόσιας πολιτικής υγείας είναι το ίδιο και το αυτό και προϋποθέτουν τα ίδια προσόντα και μέσα πειθούς και επιβολής της «τάξης»)

τον Υπουργό Υγείας broker κλινικαρχών,

τον γιατρό στο επάγγελμα βουλευτή κ. Μαραβέγια («ρίξε λίγη λάσπη απο το βήμα της Βουλής κατά του Καταραχιά, εσυ που είσαι γιατρός μπας και προλάβει να στεγνώσει»),

μέχρι και απο τον 1.958ο μετακλητό της κυβέρνησης των Αρίστων, ο οποίος μετέφερε πίσω απο τα κατεβασμένα ρολά του Υπ. Υγείας «ταις βουλαίς του Κυρίου» στους υγειονομικούς – κατά τα λοιπά ήρωες των 9μμ – και τον απολυόμενο ιατρό του «Αγ. Σάββα».

Ως πρώην ογκολογική ασθενής, στο επίκεντρο της πολιτικής στοχοποίησης, πολιτικής δίωξης και της απόλυσης του ακτινολόγου Κώστα Καταραχιά, τοποθετώ εμάς τους ίδιους τους ογκολογικούς ασθενείς. Αυτούς, για τους οποίους ο ίδιος και το Σωματείο Εργαζομένων του Αγ. Σάββα όρθωσε ανάστημα. Αυτούς για τους οποίους μίλησε. Αυτούς για τους οποίους συγκρούστηκε με τους διοικούντες και παροικούντες. Αυτούς που προστάτεψε όχι μόνο παίρνοντας θέση για τα ανύπαρκατα μέτρα προστασίας τους εν μέσω πανδημίας (προϋπόθεση εξάλλου που έθεσε το ίδιο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με Ψήφισμα του καλώντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επιτηρήσει την τήρηση των μέτρων αυτών) , αλλά και αρνούμενος να κάνει αυτό, που με τόση ευκολία και χωρίς καμιά νομιμοποίηση κάνουν επετειακά όλοι οι άλλοι: να τους εργαλοποιήσει, τους ίδιους τους ογκολογικούς ασθενείς και τους αγώνες τους προκειμένου να αποδείξει τα αυταπόδεικτα.

Κάποιοι απο εμάς λοιπόν, που βιώσαμε τον καρκίνο μας ως ασθένεια πρωτίστως πολιτική και αν –πιθανώς και προς στιγμήν – κερδίσαμε και βρισκόμαστε ακόμα εδω, είναι γιατί την ενέργεια μας την διοχετεύσαμε κατά της αδικίας (του αποκλεισμού μας απο το δημόσιο σύστημα υγείας κλπ), του πόνου και της απόγνωσης των συνασθενών μας που είδαμε περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά μας για τις θεραπείες μας, δεν μπορούμε παρά να αισθανόμαστε προσβεβλημένοι και εξοργισμένοι:

με την δημόσια και επαίσχυντη στάση εκείνων που ορκίζονται στον Ιπποκράτη αλλά και στο Σύνταγμα υπερ της προάσπισης της δημόσιας υγείας και της φροντίδας των ασθενών.

Εκείνων που μας επανατραυματίζουν, εξαναγκάζοντας μας να βιώσουμε εκ νέου την αγωνία και το φόβο των ανύπαρκτων ραντεβού και του αποκλεισμού – ιδίως εν μέσω πανδημίας. Της πιθανότητας διεθνώς «θεραπευτικά» πρωτόκολλα να καταλήξουν –απλά – «παρηγορητικά» για άλλους συνανθρώπους μας που έχουν την ατυχία να ασθενούν σήμερα ή και να διαγνωστούν μετά το πέρας της πανδημίας.

Εκείνων που μας λένε ανερυθρίαστα οτι η υγεία είναι «προνόμιο» για λίγους τυχερούς ή εκλεκτούς και όχι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Οτι ο ασθενής απο την στιγμή της διάγνωσης του παύει να είναι πολίτης και γίνεται απλά πελάτης, αν δεν θέλει να καταλήξει τελικά αριθμός μιας θλιβερά αρνητικής εθνικής στατιστικής.

Εκείνων που μας λένε «προσελήφθη άλλος γιατρός, διαθέσιμος απο τον Οκτώβριο του 2021» - γιατί τί αξία έχουν οι επόμενοι 6-7 μήνες για έναν ογκολογικό ασθενή, μπροστά στην αιωνιότητα.

Ακόμα και των δικαστικών αρχών, που στο επίκεντρο μιας κατά τα άλλα φαινομενικά «τυπικής» εργατικής διαφοράς, αδυνατούν να δούνε το πραγματικό διακύβευμα και να αφουγκραστούν την αγωνία των καρκινοπαθών της χώρας. Πολλώ δε μάλλον, εν μέσω πανδημίας.

Ως πρώην ογκολογική ασθενής, θα συνεχίσω να διεκδικώ στους δρόμους μαζί με τους υγειονομικούς όχι μόνο την παύση των διώξεων όλων των υγειονομικών της χώρας, όχι μόνο την επιστροφή του ακτινολόγου Κώστα Καταραχιά στο Ε.Σ.Υ, αλλά και την επανατοποθέτηση του στο ογκολογικό νοσοκομείο «Αγ. Σάββας».

Γιατί, αν υπάρχει κάτι ακόμα το οποίο αρνούνται πεισματικά να καταλάβουν, είναι οτι όχι απλά απαιτούμε περισσότερους αριθμητικά γιατρούς στα δημόσια νοσοκομεία, αλλά γιατρούς σαν και τον Κώστα Καταραχιά: ασθενοκεντρικούς και με ενσυναίσθηση. Που σε κάνουν, όχι απλά να πιστεύεις οτι μπορείς, αλλά οτι θέλεις πραγματικά και οτι αξίζει να παλέψεις για την υγεία σου. Μαζί τους.

Κατερίνα Τσαποπούλου